- βυσσινής
- -ιά, -ί [βύσσινο]1. εκείνος του οποίου το χρώμα μοιάζει με του βύσσινου2. το ουδ. ως ουσ. το βυσσινίτο χρώμα του βύσσινου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βυσσινής, -ιά, -ί — αυτός που έχει το χρώμα του βύσσινου: Η ταπετσαρία του καναπέ έχει χρώμα βυσσινί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βυσσίνης — βύσσινος made of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυσσινόχρωμος — η, ο ο βυσσινής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)